ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«ΑΡΚΟΥΔΑ»
Ένας γαιοκτήμονας μπαίνει φουριόζος στο σαλόνι για να ζητήσει τα χρέη του πεθαμένου από την «βαρυπενθούσα» σύζυγο. Εκείνη συμφωνεί να πληρώσει, αλλά όχι αμέσως. Ακολουθεί μια αντιπαράθεση μέσα από την οποία φαίνονται ήθη και συνήθειες της εποχής, για να ανατραπούν όλα, όταν η αντιπαράθεση εξελίσσεται σε φλερτ. Κυρίαρχο στοιχείο είναι το προσωπικό συμφέρον, που μπορεί να οδηγήσει και στην μέχρι θανάτου «μονομαχία». Έντονα αναφέρεται η αντιπαράθεση στη σχέση ανδρών και γυναικών μέσα από τα εκατέρωθεν «παράπονα». Σημαντικό στοιχείο τέλος είναι η δέσμευση κι ο καθωσπρέπισμος της άρχουσας τάξης, που καταπιέζει την χήρα και την αναγκάζει να παραμείνει πιστή στον εκλιπόντα, παρόλο που και δεν της φερόταν καλά και είναι και εκλιπών! Η φωνή της λογικής και βασικά της αγάπης για τη ζωή και τη φύση, έρχεται από τους καταπιεσμένους, τους υπηρέτες, οι οποίοι «ξέρουν να χαρούν τη ζωή», όπως όλα τα ζωντανά της φύσης. Στη δική μας διασκευή, λόγια της υπηρέτριας έχουν δοθεί και στη «γιαγιά» της χήρας, ένας ρόλος δικής μας δημιουργίας.
ΠΑΙΖΟΥΝ
ΕΛΕΝΑ ΙΒΑΝΟΒΑ ΠΟΠΟΒΑ: Ειρήνη Δεδεψίδου
ΓΚΡΙΓΚΟΡΙ ΣΤΕΠΑΝΟΒΙΤΣ ΣΜΙΡΝΟΦ: Γιώργος Μπάικας
ΓΙΑΓΙΑ: Ελπίδα Μαλαγαρδή
ΛΟΥΚΙΑ: Γεωργία Γκεζέπη
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
Νάση Σακιώτη
Κώστας Νικητάκης
ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ
Ειρήνη Ιορδάνογλου
ΑΚΟΎΓΟΝΤΑΙ
Tchaikovsky - ValseSentimentale
Tchaikovsky - ValseSentimentale Tchaikovsky Polonaise From Eugene Onegin
Ο Άντον ΠαύλοβιτςΤσέχωφ
Γεννήθηκε στο Ταγκαρόγκτο 1860. Οι γονείς του δουλοπάροικοι, ο πατέρας του παντοπώλης. Άρχισε τις σπουδές του σ’ ελληνικό Δημοτικό σχολειό και τέλειωσε σε Ρωσικό Λύκειο. Έζησε τα πρώτα χρόνια του μέσα στις κοινωνικές ζυμώσεις και αναταραχές της εποχής του. Το 1876 η οικογένεια του Τσέχωφ καταστράφηκε οικονομικά. Φύγανε για τη Μόσχα. Έζησαν εκεί κάμποσα χρόνια με φοβερή φτώχεια. Το 1879 ο Άντον γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο. Σπουδάζει γιατρός και γράφει μικρά χιουμοριστικά διηγήματα σε διάφορα περιοδικά κι εφημερίδες.
Γνώρισε γρήγορα την επιτυχία. Τέλειωσε το Πανεπιστήμιο και παράλληλα με την άσκηση της ιατρικής συνέχιζε το λογοτεχνικό του έργο. Το 1888 έλαβε το βραβείο Πούσκιν. «Η ιατρική», έλεγε, «είναι η νόμιμη γυναίκα μου και η λογοτεχνία η ερωμένη μου».
Ο Τσέχωφ εμπνεύστηκε τα έργα του ζώντας σε μια εποχή που ο ρωσικός λαός ζούσε μέσα στη φτώχεια, την εξαθλίωση και την αμάθεια, κι αγανακτισμένος είχε αρχίσει να ξεσηκώνεται και να οργανώνεται. Οι νέες επαναστατικές ιδέες είχαν αρχίσει να μπαίνουν δραστήρια στο πολιτικό προσκήνιο.
Η παλιά κοινωνία, με την πρωτόγονη οικονομία, θα παραχωρούσε τη θέση της στην αστική τάξη, που ανέβαινε ορμητικά «σαρώνοντας» κάθε εμπόδιο, κάθε Βυσσινόκηπο. Η καπιταλιστική αστική τάξη που ανέρχεται είναι σκληρή, εγωιστική, σχεδόν αρπαχτική. Γκρεμίζει τα πάντα στο βωμό του κέρδους.
Ο Τσέχωφ δεν λυπάται για την κοινωνική τάξη που καταρρέει, λυπάται για έναν κόσμο συνανθρώπων του, τα θύματα του συστήματος, που είναι αδύνατοι, άρρωστοι και σιγολιώνουν, άπραγοι και μετέωροι, χωρίς σθένος ν’ αντιδράσουν.
Ο Τσέχωφ παντρεύτηκε το 1901 τη μεγάλη ηθοποιό του Θεάτρου Τέχνης Όλγα Κνίππερ. Η ένωση όμως αυτή δεν κράτησε πολύ. Στις 3 Ιουλίου 1904, λίγους μήνες μετά από μια θριαμβευτική πρεμιέρα του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας με τον «Βυσσινόκηπο» ο ΆντωνΠαύλοβιτςΤσέχωφ, άρρωστος χρόνια από φυματίωση, πέθανε στο Μπαντενβάιλερ της Γερμανίας σε ηλικία 44 χρονών.
Σαν μια παγκόσμια συνείδηση στέκει ο Τσέχωφ, με τη ζωή και το έργο του. Ελέγχει τον άνθρωπο – και προπαντός τον πνευματικό άνθρωπο – αν έπραξε καθώς πρέπει το χρέος του, αν είναι γνήσιος, καθαρός, ωφέλιμος στον συνάνθρωπό του, αν δικαίωσε το πέρασμά του από τον πρόσκαιρο τούτο βίο. Ο γιατρός Τσέχωφ ασκεί τη γιατρική του με την Τέχνη. Το νυστέρι του – που το χειρίζεται με λεπτότητα και γνώση – φτάνει ως τα έγκατα της ψυχής τα’ ανθρώπου, για να τον γιατρέψει από τις αρρώστιες μιας παράλογης και βασανισμένης ζωής, προκαλώντας του τη μικρότερη οδύνη. Σε θεατές, ακροατές, κι αναγνώστες σκορπάει θάρρος και καλοσύνη, δικαιοσύνη κι αισιοδοξία. Γι’ αυτό είναι πάντα τόσο οικείος, αγαπητός, πολύτιμος κι απαραίτητος.